διασκόπηση

διασκόπηση
η (Α διασκόπησις, -εως)
προσεκτική εξέταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διασκοπήσῃ — διασκοπέω look at in different ways aor subj mid 2nd sg διασκοπέω look at in different ways aor subj act 3rd sg διασκοπέω look at in different ways fut ind mid 2nd sg διασκοπέω look at in different ways aor subj mid 2nd sg διασκοπέω look at in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελλουρικός — ή, ό, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουρικό οξύ» χημ. ασθενές διβασικό οξύ που σχηματίζει δύο σειρές αλάτων, τα όξινα και τα ουδέτερα τελλουρικά άλατα β) «τελλουρικό άλας» χημ. άλας τού τελλουρικού οξέος γ) «τελλουρικό ρεύμα» (γεωφ.) φυσικό ηλεκτρικό… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”